Σαν αύριο 23 Ιουλίου 1996 έφυγε από τη ζωή η Αλίκη Βουγιουκλάκη και σαν τη Δευτέρα 26 Ιουλίου 1992 μας άφησε θεατρικά ορφανούς η Τζένη Καρέζη. Κάθε φορά που σκέφτομαι τη χρονολογική συγκυρία μπερδεύω τη χρονολογική περίοδο που εθιμικά οι ελληνικοί θίασοι ξεκινούν τις θερινές παραστάσεις, τις περιοδείες, την Επίδαυρο, το Ηρώδειο. Ετσι ο μήνας που απεδήμησαν οι δύο δημοφιλέστερες πρωταγωνίστριες στη σύγχρονη ιστορία του θεάτρου μας (το παλιότερο ανάλογο δίδυμο ήταν η Βερώνη και η Παρασκευοπούλου) συνέπιπτε με τις εξόδους των θιάσων τους στα θερινά θέατρα όλης της Ελλάδας. Αλλά τις μέρες αυτές τιμούμε τη μνήμη των σημαντικών αυτών θεατρικών προσωπικοτήτων. Θα μου επιτραπεί εν πρώτοις να σημειώσω πως υπήρξαν στενές φίλες μου, παρόλο που η ανόητη παράδοση, και όχι μόνο στην Ελλάδα, θεωρεί εχθρικά στρατόπεδα τη θεατρική πράξη και την κριτική της αποτίμηση. Συχνά η δημοφιλία των ηθοποιών θίγεται από μια αρνητική κριτική, αλλά κατά κανόνα ένας κριτικός δεν είναι εκ των προτέρων αντίθετος ή αρνητικός με μια θεατρική παραγωγή. Πολλοί συνεργάτες της Μαρίκας Κοτοπούλη, όταν κυριαρχούσε εκείνη στη θεατρική αγορά και στην κριτική ο μέγας Φώτος Πολίτης, όταν μια κριτική του ήταν αρνητική, η Κοτοπούλη έκανε μια δημόσια δήλωση ή συνέντευξη στις εφημερίδες και τον κατηγορούσε για προκατάληψη ή άγνοια. Το άλλο πρωί όριζε πρόβες για το έργο που παιζόταν, λέγοντας «έχει δίκιο το θηρίο, ας προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τα λάθη μας».
Αν πατέρας του παγκόσμιου θεάτρου είναι ο Αισχύλος, πατέρας της κριτικής θεάτρου είναι η έξοχη «Ποιητική» του Αριστοτέλη. Κάθε πράξη προϋποθέτει και ηθικά απαιτεί την αξιολόγησή της, είτε στον ατομικό μας βίο, είτε στον δημόσιο, είτε στα πλαίσια των επαγγελματικών μας υπηρεσιών ή δημιουργημάτων. Ανήκω στην ίδια, πάνω – κάτω, γενιά και με την Τζένη και με την Αλίκη που ήταν συνομήλικες. Και τι εποχή μας έλαχε: Αλβανικό, Εμφύλιος, εξορίες, Χούντα, πιστοποιητικά φρονημάτων, συλλαλητήρια για την Παιδεία και την Ελευθερία του δημόσιου φόβου. Είναι η εποχή, όπου κάθε μέρα οι εφημερίδες (έως το 1974!) πήγαιναν στο υπουργείο Προεδρίας και έπαιρναν σφραγίδα για την κυκλοφορία τους και, συχνά, αν ο λογοκριτής διέγραφε το άρθρο, αν η ώρα για την κυκλοφορία είχε φτάσει, έβγαινε με τη στήλη λευκή! Λογοκρίνονταν τα θεατρικά κείμενα πριν αρχίσουν οι πρόβες και λογοκριτές παρακολουθούσαν τη γενική δοκιμή, μήπως είχε παρεισφρήσει μια χειρονομία, μια μούτα, μια σιωπή, ένας σαρκασμός που έκλεινε το μάτι στο κοινό. Ο κινηματογράφος, χωρίς τότε τηλεόραση και μόνο κρατικό ραδιόφωνο, ήταν το πραγματικά λαϊκό μέσο παιδείας και διασκέδασης. Εκεί η λογοκρισία ήταν αυστηρή, έτσι, για να μη ρισκάρουν οι παραγωγοί, δεν τολμούσαν η κριτική τους να περνάει τα επιτρεπτά από την εξουσία όρια.
Η Καρέζη και η Βουγιουκλάκη ευτύχησαν να σπουδάσουν τη θεατρική τέχνη στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από το 1952 ως το 1955, όταν διοικούσε το θέατρο και διηύθυνε και δίδασκε στη Δραματική Σχολή ο μέγας σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Ροντήρης. Δίπλα του δίδασκαν ο Νίκος Παρασκευάς, η Μαίρη Αρώνη, ο Στέλιος Βόκοβιτς, η Ελένη Χαλκούση και θεωρητικά ο σπουδαίος Αγγελος Τερζάκης. Ιστορία Θεάτρου και Λογοτεχνίας ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Γεώργιος Ζώρας. Οι δύο νεαρές σπουδάστριες προσήλθαν στη σπουδή με πραγματικά ψυχολογικά τραύματα, λόγω της εποχής και της εσωτερικής πολιτικής τραγωδίας. Ο πατέρας της Βουγιουκλάκη είχε δολοφονηθεί στη Μάνη κατά τις διαμάχες του Εμφυλίου και η Καρέζη, που είχε πατέρα έναν εξόχως ιδιοφυή και πρωτοπόρο μαθηματικό, τον στερήθηκε, διότι ο ιδιόρρυθμος εκείνος άνθρωπος εγκατέλειψε την οικογένειά του και η Καρέζη μεγάλωσε σε ένα υπόγειο στην Πλατεία Κουμουνδούρου με τη δασκάλα μητέρα της που έκανε ιδιαίτερα μαθήματα.
Οι εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου προσελκύουν πάνω από 3.000 υποψηφίους για 18 θέσεις, 9 αγόρια και 9 κορίτσια. Τότε δεν υπήρχε ακόμη άλλη ιδιωτική σχολή, εκτός από του Σωκράτη Καραντινού (με πιστούς μαθητές του) και του Κουν που στεγαζόταν στη μόνη ιδιωτική σχολή κινηματογράφου (Σταυράκου) και απαλλασσόταν από το ενοίκιο, διότι δίδασκε και υποκριτική για υποψήφιους ηθοποιούς του σινεμά. Δίπλα του ο έξοχος κινηματογραφικός σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου.
Ο Κουν ομολογούσε δημόσια πως, όταν ήρθε να διδάξει Αγγλικά στο Κολλέγιο, 20 χρονών, θέατρο έμαθε και το ερωτεύτηκε, βλέποντας παραστάσεις του Φώτου Πολίτη και του Ροντήρη από τον δεύτερο εξώστη του Εθνικού Θεάτρου. Παραστάσεις με τον Βεάκη, την Αλκαίου, τον Δενδραμή, τον Μινωτή, την Παξινού, την Παπαδάκη, τον Νέζερ, τη Μανωλίδου, τον Κατράκη, τον Τάκη Γαλανό. Αυτή ήταν και η υποκριτική παράδοση του Εθνικού Θεάτρου και σε αυτά τα πρότυπα που είχαν δημιουργήσει ο Πολίτης και ο Ροντήρης λειτουργούσε η τότε υποκριτική διαδικασία. Ο Ροντήρης ήταν ο πρώτος που δίδαξε την τεχνική της φωνής στην Ελλάδα. Ακόμα και σήμερα η λεγόμενη Ορθοφωνία, η Αγωγή του Προφορικού Λόγου, όπως τη χαρακτήριζε, διδάσκεται από σημειώσεις μαθητών μαθητών του!!
Η Καρέζη και η Βουγιουκλάκη, όπως όλοι οι συμμαθητές τους, ξεκινούσαν μαζί με τις ασκήσεις αγωγής του λόγου και ελέγχου της αναπνοής και της κίνησης με μονολόγους δημοτικού τραγουδιού, τραγουδιών του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Γκαίτε, του Σίλλερ, αλλά και Ξενόπουλου, Παντελή Χορν, «Βασιλικού» του Μάτεση, «Ερωφίλης» κ.τ.λ.
Η μέθοδος Ροντήρη, που και η Αλίκη και η Τζένη ευλογούσαν για τα εφόδια που τους έδωσε (ούτε η μία, ούτε η άλλη δεν ανέβαλαν ποτέ παράσταση, λόγω κλεισίματος της φωνής από αρρώστια ή ίωση!), βασιζόταν στην κατά στρώματα διείσδυση στον ρόλο. Εν αρχή ήταν ο ρυθμός του κειμένου, οι παύσεις, οι εντάσεις, οι ψίθυροι. Υστερα έμπαινε το συναίσθημα, στην αρχή το θεμελιώδες (π.χ., θυμός, χαρά, ενοχή) και σιγά σιγά προστίθεντο οι αποχρώσεις (προσποιητός θυμός, ανεξέλεγκτος, υποκριτικός κ.ά.). Ο Ροντήρης, και οι δύο φίλες πρωταγωνίστριες το τόνιζαν κάθε φορά στις συζητήσεις τους, δίδασκε, έχοντας ως ορισμό της υποκριτικής «τη μουσική έκφραση των συναισθημάτων».
Χωρίς αυτή τη «μοναστηριακή άσκηση», όπως την έλεγε ο Δάσκαλος, η Αλίκη δεν θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στον Νέζερ στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, ακόμη μαθήτρια της Σχολής, ούτε θα μπορούσε ισάξια να αντικαταστήσει την Αννα Συνοδινού ως Ιουλιέτα στο θέατρο του Εθνικού Κήπου, όταν εκείνη επέλεξε να παίξει δίπλα στην Παξινού Πολυξένη στην «Εκάβη». Οσο για την Καρέζη, βγαίνοντας από τη Σχολή, έπαιξε δίπλα στην Παξινού στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα και δίπλα στον Μινωτή στον «Αμλετ» (Οφηλία) και δίπλα στην Αρώνη και δίπλα στον Γιώργο Παππά στο «Ζωντανό πτώμα» του Τολστόι. Και οι δύο στα 23 – 24 χρόνια τους. Και έπρεπε να επιπλεύσουν στη θεατρική θάλασσα, όπου βασίλευαν η Μανωλίδου, η Βαλάκου, η Χατζηαργύρη, η Λαμπέτη, η Βεργή, η Αρώνη, η Κυρία Κατερίνα, η Παπαθανασίου, η Κατσέλη, η Ρίτα Μυράτ, η Μιράντα, η Μαρία Αλκαίου. Και να καταφέρουν να γίνουν θιασάρχες, έχοντας και την οικονομική διαχείριση, πάντα συνεπέστατες στις υποχρεώσεις τους. Προσωπικά είχα ρωτήσει ηθοποιούς που εργάζονταν στους θιάσους τους και έλεγαν, «Δουλεύω σε τράπεζα!».
Μια κινέζικη παροιμία λέει: «Σε καταριέμαι να ζήσεις σε δύσκολη εποχή». Η Τζένη και η Αλίκη και την έζησαν και την τίμησαν την εποχή τους. Σημειώστε μόνο αυτό: καλούσαν πάντα μάστορες να τους σκηνοθετήσουν, τον Βολανάκη, τον Ευαγγελάτο, τον Στούρουα, τον Πλωρίτη, τον Εφραίμωφ, τον Ντασσέν και η Αλίκη για τα μιούζικαλ αμερικανό σκηνοθέτη και χορογράφο!